- κατοψοφαγία
- κατοψοφᾰγ-ία, ἡ,A ruinous gluttony or luxury, Poll.6.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατοψοφαγία — κατοψοφαγία, ἡ (Α) [κατοψοφαγώ] η χωρίς μέτρο απόλαυση στο φαγητό, η αδηφαγία … Dictionary of Greek